- ανθοστρώνω
- μετ. устилать, усыпать цветами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοστρώνω — στρώνω με άνθη, ραίνω με άφθονα άνθη … Dictionary of Greek
ανθόστρωτος — η, ο 1. στρωμένος με άνθη, ανθόσπαρτος 2. ευτυχισμένος, καλότυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοστρώνω. Η λ. μαρτυ ρείται από το 1866 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή, καθηγητή της αρχαιολογίας, ποιητή και συγγραφέα] … Dictionary of Greek